Με αφορμή τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου, η γνωστή δημοσιογράφος, Έλλη Στάη, έγραψε ένα νέο κείμενο για τη δική της τραυματική εμπειρία με σεξουαλική επίθεση που δέχτηκε από μεγαλοπαράγοντα των media, όταν η ίδια έκανε τα πρώτα επαγγελματικά βήματά της.
Η Έλλη Στάη όταν πριν λίγα χρόνια είχε ξεκινήσει το #Μetoo κίνημα είχε τότε αποκαλύψει στον Αντώνη Σρόιτερ και την εκπομπή «Αυτοψία» τη σεξουαλική παρενόχληση που είχε δεχτεί στο ξεκίνημα της καριέρας της, όταν ο μεγαλοπαράγοντας της τής είχε επιτεθεί σωματικά.
«Μου ανέθεσε ο επικεφαλής από τις πρώτες κιόλας μέρες, παρόλο που ήμουν νέα ακόμα, να κάνω πολύ σημαντικά πράγματα, μεγάλες συνεντεύξεις. Εγώ τις έφερνα εις πέρας, τις πρόβαλαν και πολύ και ήμουν πολύ ευτυχής, έλεγα “βρήκα δρόμο, αναγνωρίζεται η αξία μου”. Αυτό συνεχίστηκε για δύο – τρεις μήνες, ώσπου άρχισα να δέχομαι κάποιες προσκλήσεις να πιούμε καφέ και τα λοιπά. Μέχρι εκεί ήταν καλά… Η δουλειά προχωρούσε κανονικά.
Μία μέρα με φώναξε στο γραφείο του να μιλήσουμε για την δουλειά, κλείδωσε την πόρτα και μου επιτέθηκε σωματικά κατευθείαν! Είπα “αν δεν ξεκλειδώσετε τώρα την πόρτα, θα πατήσω τις φωνές, θα ουρλιάξω!”. Άνοιξε την πόρτα και βγήκα έξω. Το επόμενο διάστημα υπήρχε μια αποκλιμάκωση του επαγγελματικού ενδιαφέροντος» είχε πει τότε η δημοσιογράφος και παρουσιάστρια.
Σε σημερινό άρθρο της στην εφημερίδα «Τα Νέα», με αφορμή το κίνημα #Metoo και τα όσα είπε η Σοφία Μπεκατώρου, η Έλλη Στάη μίλησε για το δικό της τραύμα.
Το νέο κείμενο της Έλλης Στάη
«Όταν πριν από περίπου δύο χρόνια σε μια εκπομπή του Αντώνη Σρόιτερ στον ALPHA, μιλώντας για τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η γυναίκα στον επαγγελματικό της χώρο, είχα πει αυθόρμητα για την παρενόχληση που είχα δεχτεί από τον εκδοτικό μεγαλοπαράγοντα της εποχής, είχαν περάσει ήδη 35 χρόνια. Παρόλο που ο δικός μου χαρακτήρας με έκανε να ανοίξω την πόρτα και να φύγω τρέχοντας, να παραιτηθώ κάτω από την απειλή πως δε θα βρω αλλού δουλειά, δεν είχα ούτε τη δύναμη ούτε την αίσθηση πως μπορώ να το καταγγείλω, να το πω οπουδήποτε. Τότε το έθαψα στο πέρασμα του χρόνου, προσπαθώντας να πραγματοποιήσω αυτά που ήθελα στη ζωή μου.
Ούτε όμως, 35 χρόνια μετά, είχα την αίσθηση πως η ελληνική δημόσια σφαίρα (τα μέσα ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα, τα επαγγελματικά σωματεία) ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα με την προσοχή και τη σοβαρότητα που του αξίζουν.
Γι’ αυτό και μόνο το ότι τώρα δεν υπάρχει απλώς η κουτσομπολίστικη διάσταση, όπως μόλις δύο χρόνια πριν υπήρχε, πρέπει να μας κάνει να ελπίζουμε πως έρχεται η ώρα της ωριμότητας και για την ελληνική κοινωνία να ανοίξει διάπλατα τη δημόσια συζήτηση για τέτοιου είδους θέματα, που αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για την ποιότητα της ζωής μας προς το μέλλον».