Πληροφορούμενη την πρόσφατη απώλεια της σπουδαίας και δημοφιλούς ηθοποιού Δέσποινας Στυλιανοπούλου, η Υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας, Λίνα Μενδώνη έσπευσε να πει το δικό της στερνό αντίο με μια ανάρτηση στα επίσημα social media accounts του υπουργείου της.
«Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου υπήρξε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και πιο αγαπημένα πρόσωπα της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Σε υποστηρικτικούς, κατ’ αρχάς, ρόλους, τους οποίους όπως έλεγε και η ίδια, δεν απαξίωσε ποτέ, περνώντας στη συνέχεια και σε πρωταγωνιστικούς, συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες, κερδίζοντας δίκαια την αγάπη του κοινού. Είχε πάντοτε τον δικό της διακριτό τρόπο να ερμηνεύει πηγαία, με μπρίο και έμπνευση, τους χαρακτήρες που υποδύθηκε, αφήνοντας πάντοτε ξεχωριστό αποτύπωμα. Γόνιμη και πολύχρονη υπήρξε η πορεία της και στο σανίδι, όπου υπηρέτησε με συνέπεια, ως ηθοποιός και θιασάρχης, πολλά είδη, κυρίως την κωμωδία και την επιθεώρηση. Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου υπήρξε μια διακριτική παρουσία στον χώρο της και δίκαια την περιέβαλλε μέχρι το τέλος η αγάπη και η εκτίμηση και των ομοτέχνων της και του κοινού. Στους οικείους της απευθύνω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια» γράφει η επίσημη δήλωση της Υπουργού
Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου γεννήθηκε το 1932 και η καταγωγή της ήταν από τη Μεσσήνη.
Μπορεί να μην ήταν συχνά πρωταγωνίστρια, κατάφερνε όμως πάντα μέσα από τους ρόλους της να ξεχωρίζει. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που την έκαναν περιζήτητη στον χώρο του θεάματος. Οι περισσότεροι μάλιστα την έχουμε ταυτίσει με τον αξεπέραστο ρόλο της επαρχιώτισσας υπηρέτριας.
Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου σπούδασε φωνητική στο Ελληνικό Ωδείο και θέατρο στη Δραματική Σχολή Δημήτρη Ροντήρη το 1959.
Πρωτοεμφανίστηκε με το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήνη στην τραγωδία «Ηλέκτρα» το 1959, ενώ παράλληλα φοιτούσε στη Νομική Σχολή Αθηνών.
Το 1960 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία της Έλλης Νεζερίτη «Ο ξένος της νύχτας» και έκτοτε καθιερώθηκε σε κωμικούς ρόλους. Για πολλά χρόνια υπήρξε θιασάρχης στο θέατρο Αυλαία του Πειραιά.
Χαρακτηριστικό είναι πως στην πρώτη της ταινία την προόριζαν για το ρόλο μιας σέξι νεαρής που θα ξελόγιαζε τον άντρα της Χριστίνας Σύλβα. Όμως εκείνη διάβασε το σενάριο και της έκανε…. κλικ ο ρόλος της υπηρέτριας, αν και είχε μόνο τρεις ατάκες.
Έτσι πήγε στον παραγωγό και του ζήτησε να παίξει εκείνον το ρόλο «Δεν θέλω να γίνω πρωταγωνίστρια, δεν θέλω να γίνω σέξι-γούμαν. Εγώ θα κάνω την υπηρέτρια και θα της δώσω και όνομα», έχει πει σε συνέντευξή της.
«Έφτιαξα, λοιπόν, τη Σταυρούλα και ο σεναριογράφος κάθε μέρα μέχρι να τελειώσει η ταινία πρόσθετε ρόλο. Ώσπου στο τέλος η υπηρέτρια έγινε πρωταγωνίστρια! Την επόμενη μέρα είχα απ’ έξω απ’ το σπίτι μου άλλα 17 σενάρια για ρόλους υπηρέτριας!», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το έτος 1967, σε πολλούς καλλιτεχνικούς κύκλους θεωρήθηκε «Έτος Στυλιανοπούλου», επειδή είχε συμμετάσχει σε 12 διαφορετικές ταινίες μέσα στον ίδιο χρόνο.
Έχει εκδοθεί η αυτοβιογραφία της με τον τίτλο Ηθοποιός Αμέσου Δράσεως από τις εκδόσεις Τετράγωνο.
Στη διάρκεια της καριέρας της είχε συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου και κυρίως με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Ανάμεσα στις ταινίες στις οποίες συνεργάστηκε μαζί της ήταν και οι «Αχ αυτή η γυναίκα μου», «Το κορίτσι του Λούνα Παρκ», «Το πιο λαμπρό αστέρι» κ.α.
Έπαιξε όμως και σε δεκάδες ακόμη ταινίες στο πλευρό άλλων γνωστών πρωταγωνιστών όπως ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Νίκος Σταυρίδης και φυσικά ο Νίκος Ρίζος με τoν οποίο αποτελούσαν ένα από τα πλέον αγαπημένα κινηματογραφικά δίδυμα.
Ανάμεσά τους και οι «Κορόιδο γαμπρέ», «Ο εξυπνάκιας», «Ο γεροντοκόρος», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Δημήτρη μου Δημήτρη μου», «Η θυρωρίνα», «Καπετάν φάντης μπαστούνι», «Ένας μάγκας στα σαλόνια», «Η ταξιτζού» κ.α.