Ο όρος ευέλικτη διατροφή έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή του τα τελευταία χρόνια, καθώς δεν είναι μια κλασική δίαιτα με στερήσεις ή μέτρηση θερμίδων, αλλά υπόσχεται απώλεια ή διατήρηση σωματικού βάρους. Είναι όμως αποτελεσματική;
Στο iatropedia.gr διαβάζουμε πως ο νέος αυτός τρόπος διατροφής, που επικεντρώνεται στα μακροθρεπτικά συστατικά και όχι τόσο στη μέτρηση θερμίδων ή στα τακτικά γεύματα, δίνει την ευκαιρία σε όσους το επιθυμούν να χάσουν βάρος χωρίς να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες, απλώς να τις προσαρμόσουν στις επιταγές της.
Με άλλα λόγια, επιτρέπουν κάθε είδους τρόφιμο, ακόμα και γλυκά ή burger, αρκεί η επιθυμητή ποσότητα προσλαμβανόμενων πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων να ταιριάζει στις ατομικές ανάγκες για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου.
«Η αλλαγή των συνηθειών αποτελεί τη βάση μιας επιτυχημένης διατροφής για την απώλεια των παραπανίσιων κιλών. Τα περισσότερα διατροφικά προγράμματα, ωστόσο, εστιάζουν στον αυστηρό περιορισμό των θερμίδων. Άλλα περιλαμβάνουν ακόμα και αποκλεισμό διατροφικών ομάδων. Η πλειονότητα των ανθρώπων που ακολουθούν τέτοιου είδους προγράμματα αποτυγχάνει να τα ακολουθήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να χάσει το πλεονάζον βάρος, αλλά και να συντηρήσει για πάντα το επιθυμητό», μας εξηγεί ο Ειδικός Εφαρμογών Διαιτολογίας κ. Δημήτρης Οικονομάκης, επικεφαλής μιας ομάδας διατροφολόγων και γυμναστών που αγαπούν την καλή διατροφή και την άσκηση.
«Η ευέλικτη διατροφή αποτελεί μια διατροφική πρόταση και όχι μια δίαιτα, η οποία μπορεί να ακολουθηθεί από τον καθένα, οπουδήποτε, χωρίς να αποκλείει κανένα τρόφιμο, χωρίς μέτρημα θερμίδων, χωρίς να στρεσάρει ή να περιθωριοποιεί τους ανθρώπους που προσπαθούν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν το ιδανικό τους βάρος», προσθέτει.
Ο απλός κανόνας της απώλειας βάρους είναι η μειωμένη προσλαμβανόμενη ενέργεια (θερμίδες) συγκριτικά με την καταναλισκόμενη. Ωστόσο, η εύρεση του αριθμού των θερμίδων που πρέπει να λαμβάνεται δεν είναι μια απλή αριθμητική πράξη, καθώς πρέπει να υπολογίζονται πολλοί μεμονωμένοι παράγοντες που είναι απολύτως προσωπικοί (φύλο, βάρος, ύψος, ηλικία, βασικός μεταβολικός ρυθμός, επίπεδο φυσικής δραστηριότητας). Επιπλέον, υπάρχουν πολλές παράμετροι που συνυπολογίζονται, γιατί η απλή μείωση των θερμίδων δεν αρκεί.
«Κάθε άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο ποσοστό σωματικού λίπους, που εξαρτάται από μια ποικιλία παραγόντων όπως η γενετική, το επίπεδο δραστηριότητας και οι διατροφικές συνήθειες κατά τη διάρκεια της ζωής, το οποίο το σώμα προσπαθεί να διατηρήσει. Η απότομη μείωση των θερμίδων προκαλεί την αντίδραση του οργανισμού, ο οποίος προσπαθεί να το “προστατεύσει”, καθιστώντας πιο δύσκολη την καύση των θερμίδων. Έχει επίσης ως αποτέλεσμα τη μείωση της έκκρισης λεπτίνης, μιας ορμόνης που παράγεται από τον λιπώδη ιστό και μέσω του κυκλοφορικού συστήματος ταξιδεύει στον υποθάλαμο, για να ενημερώσει τον εγκέφαλο ότι υπάρχει επάρκεια λίπους (άρα και ενέργειας) ώστε σταματήσει ο οργανισμός να ζητά τροφή. Συνέπεια αυτών είναι μια μόνιμη αίσθηση πείνας και επιβράδυνση της καύσης θερμίδων, οπότε και αδυναμία απώλειας βάρους», μας εξηγεί περαιτέρω ο κ. Οικονομάκης
Ένας άλλος υπολογίσιμος παράγοντας στην απώλεια βάρους είναι ότι η απότομη μείωση των θερμίδων ενέχει τον κίνδυνο επιβράδυνσης του μεταβολικού ρυθμού. Όταν, λοιπόν, η αντίσταση αυτή του οργανισμού συμβαίνει στην αρχή της δίαιτας, αποκλείεται η περαιτέρω μείωση των θερμίδων για να ξεκινήσει ο οργανισμός να χάνει κιλά.
Η φυσική δραστηριότητα συμβάλλει δραστικά στην απώλεια κιλών αλλά και στη διατήρηση της καλής λειτουργίας του οργανισμού. Όμως, το μέγεθος της απώλειας εξαρτάται από το αρχικό βάρος, το είδος της δραστηριότητας, τη μεταβολική ικανότητα και άλλους παράγοντες. Έτσι, ο στόχος του 1 κιλού την εβδομάδα, για παράδειγμα, σε άλλους είναι ρεαλιστικός και σε άλλους όχι.
Μόνον ένας επαγγελματίας έχει τις γνώσεις να υπολογίσει σωστά όλες αυτές τις παραμέτρους, λαμβάνοντας υπόψη και τις τυχόν παθήσεις που καθορίζουν τον μεταβολισμό (π.χ. νόσος Hashimotο) ή τις ορμονικές διαταραχές (π.χ. εμμηνόπαυση). Γνωρίζοντάς τες μπορεί να προσδιορίσει την ποσότητα των μακροθρεπτικών συστατικών (πρωτεΐνη, λίπος, υδατάνθρακες) που πρέπει να προσλαμβάνονται καθημερινά για την απώλεια βάρους, με ταυτόχρονη διατήρηση των μυών (πρωτεΐνες), έλεγχο της παροχής “καυσίμου” στους μυς (υδατάνθρακες) προκειμένου να έχουν ενέργεια για να ανταποκρίνονται στις δραστηριότητες, αλλά και σύνθεση των ορμονών και απορρόφηση των βιταμινών (λίπος).
Από εκεί και πέρα, η ευέλικτη δίαιτα δίνει την ελευθερία επιλογής των τροφών που θα ληφθούν, με βάση τις προτιμήσεις και τις απαιτήσεις πρόσληψης μακροθρεπτικών συστατικών.
«Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι υδατάνθρακες τόσο στα γλυκά, όσο και στα λαχανικά μετατρέπονται σε γλυκόζη και γλυκογόνο. Οπότε δεν υπάρχουν απαγορευμένα είδη στην ευέλικτη διατροφή. Το επιθυμητό βάρος μπορεί να επιτευχθεί τρώγοντας λουκάνικα και πάστες, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν κάποιος επιλέγει να φάει στήθος κοτόπουλου και μπρόκολο. Αυτή η ελαστικότητα προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση της κοινωνικής ζωής, που με τις δίαιτες χάνεται λόγω της ανάγκης διατήρησης ενός αυστηρού διατροφικού προγράμματος», επισημαίνει ο κ. Δημήτρης Οικονομάκης.
Βέβαια, η δυνατότητα επιλογής τροφών που είναι πιο “ελκυστικά” στον ουρανίσκο, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ακολουθείται πάντα και αποκλειστικά. Διότι με αυτόν τον τρόπο αποκλείεται η πρόσληψη μικροθρεπτικών στοιχείων (βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία, δηλαδή μέταλλα και ιχνοστοιχεία), τα οποία είναι σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού (ανοσοποιητικό, αιμοποιητικό, καρδιαγγειακό σύστημα, κλπ)», διευκρινίζει και καταλήγει: «Η αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης διατροφικής προσέγγισης έχει αποδειχθεί από μελέτες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι μια λιγότερο αυστηρή δίαιτα είναι πιο εύκολο ακολουθηθεί με αφοσίωση, γιατί ουσιαστικά δεν εκλαμβάνεται ως δίαιτα αλλά ως μια διαφορετική φιλοσοφία σχετικά με τη διατροφή».